σταυρός

σταυρός
Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το σχήμα Τ και το σχήμα X. Γενικά, σταύρωση λέγεται η ανάρτηση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος. Η θανατική καταδίκη με σ. γινόταν με τον ακόλουθο τρόπο. Αρχικά μαστίγωναν τον κατάδικο και μετά τον υποχρέωναν να σηκώσει το σταυρό και να τον μεταφέρει ως τον τόπο της θανατικής του ποινής. Όταν έφτανε εκεί τον έγδυναν και τα ρούχα του τα έπαιρναν οι δήμιοι. Οι Εβραίοι συνήθιζαν να προσφέρουν στους μελλοθάνατους αυτούς ένα ισχυρό κρασί για να ναρκώνονται και να πονούν λιγότερο. Ανέβαζαν έπειτα τον κατάδικο στο σταυρό και τον δένανε σ’ αυτόν από τα πόδια και τα χέρια. Τις περισσότερες όμως φορές κάρφωναν στο σ. τα χέρια του και, σπανιότερα, και τα πόδια. Στο κάτω μέρος του κάθετου ξύλου του σ. υπήρχε συνήθως μια μικρή σανίδα, στην οποία πατούσε ο σταυρωμένος και έτσι το βάρος του δεν έπεφτε όλο στα χέρια, οπότε πέθαινε γρήγορα και επομένως βασανιζόταν λιγότερο χρόνο. Στην κορυφή του σ. κάρφωναν ένα σανίδι στο οποίο ήταν γραμμένη η αιτία της καταδίκης του. Η επιγραφή αυτή παραλειπόταν όταν υπήρχε κήρυκας, που έλεγε στο πλήθος την αιτία. Οι σ. για τις καταδίκες του είδους δεν ήταν ψηλοί, γι’ αυτό σε πολλές περιπτώσεις, τη νύχτα, καθώς οι σταυρώσεις γίνονταν σε ερημικές τοποθεσίες, τα άγρια θηρία κατασπάραζαν τους σταυρωμένους, ζωντανούς ακόμα. Κανονικά, οι σταυρωμένοι πέθαιναν την τρίτη ή τέταρτη μέρα και σπανιότερα την πέμπτη ή την έκτη, από ασιτία και εξάντληση. Σε μερικές όμως περιπτώσεις ο θάνατος από συγκοπή ήταν ζήτημα μερικών μόνο ωρών. Στη χριστιανική θρησκεία, όπως συμπεραίνουμε από τα ευαγγελικά κείμενα, η σ. του Ιησού έγινε κατά το εβραϊκό σύστημα, αδιάφορο αν, στην περίπτωση, δόθηκε στο σταυρωμένο «όξος» αντί «οίνου». Ο θάνατος εξάλλου του Ιησού φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα της συσσώρευσης αίματος στην καρδιά, που οδήγησε σε συγκοπή. Η σταύρωση του έχει εμπνεύσει στους χριστιανούς καλλιτέχνες, ιδιαίτερα στους ζωγράφους, πολλά έργα τους, σε όλες τις εποχές. Η Αν. Ορθόδοξη Εκκλησία έχει καθιερώσει πέντε γιορτές για το σ. Οι γιορτές αυτές είναι: 1. Η «εύρεση του τιμίου Σταυρού» (6 Μαρτίου). Αναφέρεται στη μετάβαση της μητέρας του Μ. Κωνσταντίνου στην Ιερουσαλήμ όπου, κατά τη χριστιανική παράδοση, βρήκε το σ. που μαρτύρησε ο Ιησούς. 2. Η «ύψωσις του τιμίου Σταυρού» (14 Σεπτεμβρίου). Αναφέρεται στην «ύψωση» του σ. που μαρτύρησε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανεύρεση του, από τον επίσκοπο της πόλης. 3. Η «μνήμη του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού, επί Κυρίλλου Ιεροσολύμων», (7 Μαΐου). 4. Η Σταυροπροσκύνηση, (τρίτη Κυριακή των Νηστειών). 5. Η «εκ των ανακτόρων της Κωνσταντινουπόλεως έξοδος του τιμίου Σταυρού» (14 Αυγούστου). Βασικές παραλλαγές του χριστιανικού σ. είναι ο αγκυλωτός, ο ανθεμωτός, ο αγκυρωτός, ο ραβδωτός και ο οφιοειδής, υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι. Ο αιγυπτιακός σ., που έχει σχήμα Τ με μικρό κύκλο στην κορυφή του, θεωρείται σύμβολο γονιμότητας και με το χαρακτήρα αυτό τον είχαν υιοθετήσει και διάφοροι ασιατικοί λαοί. Στην Ινδία ιδιαίτερα υπάρχει θρησκευτική αίρεση, που λατρεύει μεγάλα ομοιώματα σ. σε σχήμα Τ, τα οποία και θεωρεί απεικόνιση των αντρικών γεννητικών οργάνων. Τα ομοιώματα αυτά είναι από ξύλο ή λαξευμένη πέτρα. «Σταύρωση»: έργο του Καβαλιέρε ντ’ Αρπίνο. Βυζαντινός σταυρός. Η «Σταύρωση», έργο κυπριακής τέχνης. Διάφοροι τύποι σταυρών. Σταυρός του Βατικανό. Ο σταυρός του ζωγράφου του Γκουλιέλμο.
* * *
ο, ΝΜΑ
1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή γωνία και στο οποίο δενόταν ή καρφωνόταν ο κατάδικος με τα χέρια απλωμένα (α. «το μαρτύριο τού σταυρού» β. «εἰ υἱὸς εἶ τοῡ θεοῡ, κατάβηθι ἀπὸ τοῡ σταυροῡ», ΚΔ)
2. ο ξύλινος σταυρός πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Ιησοῡς Χριστός (α. «ἠγγάρευσαν Σίμωνα... Κυρηναῑον ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν Αὐτοῡ», ΚΔ
β. «τὴν χαράν, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη, ὅτε εὗρε τὸν Τίμιον Σταυρόν», Ακολ. τού Γάμου)
3. το σημείο και το σχήμα τού σταυρού ζωγραφιστό, γλυπτό ή κεντητό, ως σύμβολο τής χριστιανικής πίστης, το οποίο παραπέμπει στη σταύρωση τού Ιησού Χριστού και στα λυτρωτικά οφέλη τού πάθους και τού θανάτου του, αλλ. κυριακό σημείο (α. «έκανε με κατάνυξη τον σταυρό της» β. «κάνω στο δεξί της χέρι αιματώδη σταυρό», Σολωμ.
γ. «ἐπὶ μετώπου... δακτύλοις ἡ σφραγὶς... ὁ σταυρὸς γινέσθω
ἐπὶ ἄρτων βιβρωσκομένων καὶ ἐπὶ ποτηρίων πινομένων», Κύριλλ.)
4. μτφ. η αυτοθυσία, τα εκούσια παθήματα για κάποιο ανώτερο σκοπό ως δείγμα υποταγής στο θέλημα τού θεού (α. «σήκωσε το σταυρό με καρτερία τόσα χρόνια» β. «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῑν... ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῡ», ΚΔ)
5. σταυρός σε σχήμα ταυ με μία θηλειά στην κορυφή ο οποίος αποτελεί αρχαίο αιγυπτιακό ιερογλυφικό σύμβολο τής ζωής, αλλ. ανκ
νεοελλ.
1. σημείο τού μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα τής μύτης («τόν χτύπησε στον σταυρό»)
2. ναυτ. ο σταυρόκομπος
3. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα σταυρού («τού απονεμήθηκε ο πολεμικός σταυρός»)
4. τεχνολ. τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σύνδεσμος Καρντάν ή σύνδεσμος Χουκ ή σταυρωτός σύνδεσμος
5. φρ. α) «Ερυθρός Σταυρός» — διεθνής οργανισμός ανθρωπιστικού χαρακτήρα ο οποίος ιδρύθηκε το 1864 και έχει σκοπό την προσφορά βοήθειας στα θύματα τών πολέμων, ενώ σε καιρό ειρήνης μετέχει σε ανθρωπιστικές δραστηριότητες
β) «ελληνικός σταυρός» — σταυρός με τέσσερεις ίσες κεραίες
γ) «λατινικός σταυρός» — σταυρός τού οποίου η κάτω κεραία είναι μακρύτερη από τις άλλες τρεις
δ) «σταυρός ταυ» — σταυρός που έχει τη μορφή τού ελληνικού γράμματος ταυ
ε) «σταυρός τού Αγίου Αντωνίου» — άλλη ονομασία για τον σταυρό ταυ
στ) «χιαστός σταυρός» — σταυρός σε σχήμα χι
ζ) «σταυρός τού Αγίου Ανδρέο» — άλλη ονομασία για τον χιαστό σταυρό
η) «αγκυλωτός σταυρός» — σταυρός που οι βραχίονές του κάμπτονται σε ορθή γωνία πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως προς τα δεξιά, σύμβολο ευημερίας και καλής τύχης διαδεδομένο σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, ο οποίος όμως χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί ως σύμβολο τού ρατσιστικού αριανισμού και ως έμβλημα τής χιτλερικής Γερμανίας, αλλ. σβάστικα
θ) «βόρειος σταυρός»
αστρον. ονομασία με την οποία αναφέρεται μερικές φορές ο αστερισμός τού Κύκνου
ι) «νότιος σταυρός» ή «σταυρός τού νότου»
αστρον. μικρός αλλά πολύ εμφανής νότιος αστερισμός που περιλαμβάνεται μεταξύ τών αστερισμών τού Κενταύρου προς βορρά και τής Μύγας προς νότο και είναι ορατός νοτιότερα τού παραλλήλου με βόρειο γεωγραφικό πλάτος 30°
ια) «σταυρός τής θάλασσας»
ζωολ. άλλη ονομασία τού αστερία
ιβ) «εορτές τού σταυρού»
εκκλ. ιεροσολυματικής προέλευσης γιορτές που καθιερώθηκαν μετά την επικράτηση τού χριστιανισμού
ιγ) «κάνω τον σταυρό μου» — προσεύχομαι ή μένω κατάπληκτος
ιδ) «κάνε το σταυρό σου και τράβα (ή προχώρα ή κάνε το)» — αποφάσισε κάτι και κάνε το χωρίς ενδοιασμούς
ιε) «μα τον σταυρό» — όρκος με επίκληση τού Τιμίου Σταυρού
μσν.
1. το σημείο τού σταυρού ως σφραγίδα σε συμβόλαια, ομόλογα κ.ά. («σταυροὺς ἐν χάρτη οίκειοχείρως ποιῶν», Νικήτ. Θεσσ.)
2. το σκήπτρο τού Βυζαντινού αυτοκράτορα
(μσν-αρχ.)
1. η σταύρωση, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον σταυρό
(α. «τὸν σταυρὸν θεραπείαν τῆς κτίσεως γεγονέναι», Αθανάσ.
β. «ὁ θάνατος τοῡ Χριστοῡ, ἤτοι ὁ σταυρός», Δαμασκ. Ι.)
2. η σταύρωση, ως ενέργεια τών σταυρωτών τού Χριστού («τοῑς μὲν τὸν σταυρὸν τετολμηκόσιν, εἶτα μεταμεληθεῑσι, συνέγνω», Θεοδώρ.)
3. φρ. «σταυρὸν αἴρω [ή λαμβάνω ή βαστάζω]» — σηκώνω τον σταυρό μου ως δείγμα αυτοθυσίας
αρχ.
μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι («σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα και ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στα-υ-ρός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του μορφή -- και μάλιστα βραχύ αναφορικά με το - τής λ. στῦλος
βλ. και λ. στύλος, στοά) και επίθημα -ρός (πρβλ. σω-ρός). Η λ. αντιστοιχεί με το νορβ. staurr «πάσσαλος» (πρβλ. και λατ. in-staurāre «ανανεώνω, αποκαθιστώ»). Η λ. σταυρός με αρχική σημ. «μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι, πάσσαλος» εξελίχθηκε σημασιολογικά για να δηλώσει το όργανο θανατικής εκτέλεσης από δύο δοκούς συνδεδεμένους σε ορθή γωνία και στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για να δηλώσει τον ξύλινο σταυρό πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Χριστός ως σύμβολο αυτοθυσίας, αγάπης και πίστης.
ΠΑΡ. σταυρικός, σταυρῶ (-ώνω)
αρχ.
σταυριαῖος
μσν.
σταυρίσκω
μσν.-νεοελλ.
σταυρί(ον)
νεοελλ.
σταυρίτης, σταυρουδάκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σταυροειδής, σταυρότυπος, σταυροφόρος
αρχ.
σταυροκόμιστος, σταυροποιΐα
μσν.
σταυρογραφώ, σταυροδόχος, σταυρόθολος, σταυρολάτρης, σταυρόμορφος, σταυροπαγής, σταυροσκίαστος, σταυροφάνεια, σταυροχαρής
μσν.- νεοελλ.
σταυραναστάσιμος, σταυροπάτης, σταυροπήγιο(ν), σταυροπροσκύνηση, σταυροφύλακας
νεοελλ.
σταυραδερφός, σταυραετός, σταυρανθής, σταυρεπίστεγος, σταυροβελονιά, σταυρογάζι, σταυροδένω, σταυρόδεσμος, σταυροδρόμι, σταυροθεοτοκίον, σταυροθόλιο, σταυρόκαμπος, σταυροκοπούμαι(-ιέμαι), σταυροκουνιάδος, σταυρόλεξο, σταυρομάννα, σταυρόνημα, σταυρόξυλα, σταυροπατέρας, σταυροπόδι, σταυροσκόπιο, σταυροχέρι. (Β' συνθετικό) νεοελλ. μεγαλόσταυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταυρός — upright pale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρός — ο 1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκάρια κάθετα μεταξύ τους: Ο Χριστός μετέφερε στους ώμους του το σταυρό του μαρτυρίου. 2. καθετί που έχει το σχήμα του οργάνου αυτού: Φορούσε στο λαιμό της χρυσό σταυρό. – Του απονεμήθηκε ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταυρός — Sp Stãvras Ap Σταυρός/Stavros L Itakės s. (Jonijos j.), C, Š ir ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αγκυλωτός σταυρός — Συμβολικός σταυρός, τα άκρα του οποίου κάμπτονται. Διακρίνουμε δύο τύπους α.σ., τη σβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα αριστερά, και τη σαουβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα δεξιά. Ο α.σ. είναι πανάρχαιο σύμβολο του ήλιου και της …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”